- ἐξαγκωνισθείς
- ἐξαγκωνίζωnudge with the elbowaor part pass masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπάζω — ὀπάζω (Α) 1. στέλνω κάποιον μαζί με άλλον ως ακόλουθο ή ως συνοδοιπόρο ή κάνω κάποιον να ακολουθήσει («ἐπεὶ ῥὰ οἱ ὤπασα πομπόν», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με πράγματα) παραχωρώ, παρέχω, δίνω («νῡν μὲν γὰρ τούτῷ Κρονίδης Ζεὺς κῡδος ὀπάζει» δίνει σ… … Dictionary of Greek
οσταθείς — ὀσταθείς (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐξαγκωνισθείς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ὀν σταθείς, αιολ. τ. αντί ἀνα σταθείς] … Dictionary of Greek